- κούρκος
- οθηλ. κούρκα (λ. ρουμ.), ινδιάνος, γάλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κούρκος — ο, θηλ. κούρκα άλλη λαϊκή ονομασία τής γαλοπούλας, αλλ. γάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. curcă < σλαβ. kurka] … Dictionary of Greek
κύρκας — κύρκας, ὁ (Μ) 1. η ινδική όρνιθα, ο κούρκος, ο γάλος 2. μτφ. θωπευτική προσηγορία τών ανδρών από τις γυναίκες («οὕτω καὶ νῡν ἀνάστησον τὸν φίλτατόν μου κύρκαν», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κούρκος*] … Dictionary of Greek
διάνος — ο ινδική όρνιθα, κούρκος, γαλοπούλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)